- ανθρακικά
- Άλατα του ανθρακικού οξέος, στα οποία και τα δύο άτομα του υδρογόνου έχουν αντικατασταθεί από μέταλλο. Στη φύση βρίσκονται ως ορυκτά και αποτελούν κάποτε σημαντικά στρώματα. Μπορούν να παρασκευαστούν με διάφορους τρόπους· ένας τρόπος παρασκευής που έχει πρακτική σημασία για όλα τα α. συνίσταται στο να επιδράσει ανθρακικός ανυδρίτης (αέριο διοξείδιο του άνθρακα) στα oξείδια μέταλλα. Τα α. των αλκαλίων και των αλκαλικών γαιών εμφανίζονται ως σκόνες ή λευκοί κρύσταλλοι, ενώ των βαρέων μετάλλων είναι έγχρωμα. Τα α. των αλκαλίων είναι διαλυτά στο νερό με αλκαλική αντίδραση· τα άλλα α. είναι γενικά αδιάλυτα. Σε θερμοκρασία αρκετά υψηλή, τα α. των αλκαλικών μετάλλων διασπώνται και παράγουν το οξείδιο του μετάλλου και τον αθρακικό ανυδρίτη· για τα άλλα α. η διάσπαση γίνεται σε πιο υψηλή θερμοκρασία. Είναι γνωστά και α. διπλά· μεταξύ αυτών, των φυσικών, ιδιαίτερη σημασία έχει ο δολομίτης (CaCO3- MgCO3), οργανογενούς προέλευσης, που αποτελεί εκτεταμένους βραχώδεις σχηματισμούς και σε μερικές περιπτώσεις ολόκληρες οροσειρές (Δολομιτικές Άλπεις). Από τα πιο ενδιαφέροντα α. υπενθυμίζουμε το ανθρακικό νάτριο (Na2CO3), την κοινή σόδα του εμπορίου, το ανθρακικό ασβέστιο (CaCO3), που υπάρχει στη φύση ως κύριο συστατικό των μαρμάρων και ως ασβεστίτης (ο οποίος για τις ιδιαίτερες ιδιότητές του έχει εφαρμογή στην κατασκευή των οπτικών οργάνων) και, τέλος, τη βασική ανθρακική μαγνησία (του τύπου 4 MgCO3- Mg[OH]2- 5 Η2Ο), που χρησιμοποιείται κυρίως στη φαρμακευτική, αλλά και στο εμπόριο με το όνομα μαγνησία.
Dictionary of Greek. 2013.